Σταθμία

Σταθμία
Σταθμίᾱ , Σταθμία
fem nom/voc/acc dual
Σταθμίᾱ , Σταθμία
fem nom/voc sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Σταθμία — ἡ, Α [σταθμός] (κατά τον Ησύχ.) «ἐπίθετον Ἀθηνᾱς» …   Dictionary of Greek

  • στάθμια — στάθμιον weight of a balance neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σταθμίας — Σταθμίᾱς , Σταθμία fem acc pl Σταθμίᾱς , Σταθμία fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σταθμίαις — Σταθμία fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σταθμεία — και σταθμία, ἡ, Α [σταθμός] η σύνθεση ενός υλικού μετά από ζύγιση τών συστατικών του …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Αρχαιολογικό Αιγίου — Το Αρχαιολογικό Μουσείο Αιγίου στεγάζεται στην αναπαλαιωμένη παλαιά δημοτική αγορά της πόλης (Αγίου Ανδρέου 3 & Μιχαλακοπούλου), που χτίστηκε το 1890, σε σχέδια του Ερνέστου Τσίλερ. Εγκαινιάστηκε το 1994, αλλά ανέστειλε τη λειτουργία του από το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”